- πρόπολος
- πρόπολοςgoingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόπολος — ον, Α 1. αυτός που βαίνει, που βαδίζει προηγουμένως ή αυτός που επιτελεί κάτι προηγουμένως 2. ο αφοσιωμένος σε κάτι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ πρόπολος α) δούλος προπορευόμενος τού κυρίου του, θεράπων β) δούλος τού θεού, αυτός που διερμηνεύει τη θέληση … Dictionary of Greek
πρόπολον — πρόπολος going masc/fem acc sg πρόπολος going neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόλοιο — πρόπολος going masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόλοις — πρόπολος going masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόλοισι — πρόπολος going masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόλοισιν — πρόπολος going masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόλου — πρόπολος going masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόλους — πρόπολος going masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόλων — πρόπολος going masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόλῳ — πρόπολος going masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)